- ταπίστομα
- Νεπίρρ. με το στόμα προς τα κάτω, μπρούμυτα.[ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. τα πίστομα (< επί + στόμα)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ταπίστομα — επίρρ. τροπ., «επί στόμα», μπρούμυτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανάσκελα — (και τανάσκελα) επίρρ. (Μ ἀνάσκελα) ύπτια, με τη ράχη προς τα κάτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + σκέλη. Ο τ. τανάσκελα προήλθε από το έναρθρο επίρρ. τα ανάσκελα με συνένωση και συνεκφορά του άρθρου με το επίρρ. (πρβλ. τανάποδα, ταπίστομα κ.ά.)] … Dictionary of Greek